κάλως

κάλως
ο (AM κάλως, -ω, Α επικ. και ιων. τ. κάλος)
σχοινί και κυρίως χοντρό, καραβόσχοινο, παλαμάρι («τούτων τὴν μὲν θύρην δεδεμένην κάλῳ ἔμπροσθε τοῡ πλοίου ἀπίει ἐπιφέρεσθαι», Ηρόδ.)
μσν.-αρχ.
1. το χοντρό σχοινί με το οποίο αναβιβάζεται και καταβιβάζεται η κεραία με το ιστίο («ὅταν στράτευμ' Ἀργεῑον ἐξιῇ κάλως» — όταν το στράτευμα τών Αργείων λύνει τα σχοινιά, δηλ. ανοίγει τα πανιά, Ευρ.)
2. παροιμ. φρ. «πάντα κάλων κινεῑν» — να εντείνει κανείς όλες του τις δυνάμεις, να βάλει όλα τα μέσα σε ενέργεια
3. μτφ. φρ. α) «κάλων τείνας οὔριον εὐφροσυνᾱν» — αφού χαλάρωσα όλα τα ηνία τής ευφροσύνης επιγρ.
β) «πάντας ἔσεισε κάλους» — άνοιξε όλα τα πανιά, χρησιμοποίησε όλα τα μέσα που δίνουν οι Μούσες, (Ανθ.Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Υποκορ. τής λ. είναι ο τ. καλώδιο.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. καλοπαίκτης, καλωβατώ, καλωστρόφος
νεοελλ.
καλώδεσμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κάλως — reefing rope masc acc pl (epic doric ionic) κάλω̆ς , κάλως reefing rope masc acc pl (attic epic ionic) κάλω̆ς , κάλως reefing rope masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάλως — reefing rope nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλώς — τροπ. επίρρ. του επιθ. καλός καλά, σωστά, ευνοϊκά· συνηθίζεται κυρίως σε φράσεις χαιρετισμού και φιλοφρόνησης, όπως καλώς τα δέχτηκες, καλώς σας βρήκαμε, καλώς τόνε κ.ά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλώς — (AM καλῶς) επίρρ. βλ. καλός …   Dictionary of Greek

  • κάλῳς — κάλῳ̆ς , κάλως reefing rope masc dat pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλῶς — καλός beautiful adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλώς — καλός beautiful masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τὸ φέρον ἐκ θεοῦ καλῶς φέρειν χρὴ. — τὸ φέρον ἐκ θεοῦ καλῶς φέρειν χρὴ. См. Что Бог послал, то и наше …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μάντις δ’ ἄριστος ὅστις εἰκάζει καλῶς. — См. Верим охотно тому, чего желаем …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὀστὶς δ’ ἀνάγκῃ συγκεχώρηκεν καλῶς. — См. Терпи казак, атаман будешь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”